- στόβος
- στόβοςSee also: s. στέμβω.Page in Frisk: 2,800
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
στόβος — abuse masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόβος — ὁ, Α 1. αλαζονεία («κόκκυγα κομπάζοντα μαψαύρας στόβους», Λυκόφρ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) «λοιδορία, ὄνειδος». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τού ρ. στέμβω «υβρίζω, χλευάζω» χωρίς έρρινο ένθημα μ (βλ. και λ. στέμβω)] … Dictionary of Greek
στόβοι — στόβος abuse masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόβους — στόβος abuse masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στόβων — στόβος abuse masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
στέμβω — ΜΑ κινώ εδώ και εκεί, ανακινώ μσν. κακομεταχειρίζομαι, υβρίζω, χλευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. στέ μ βω, όπως και οι τ. ἀ στε μ φής «στέρεος, αμετακίνητος», στέ μ φυλο* «πολτώδης μάζα που απομένει μετά τη σύνθλιψη σταφυλιών ή ελιών» και στό μ φος* / στό… … Dictionary of Greek
στοβάζω — και στορβάζω Α [στόβος] (κατά τον Ησύχ.) λοιδορώ … Dictionary of Greek
στοβέω — Α [στόβος] λοιδορώ … Dictionary of Greek
steb(h)- and stēb(h)- : stǝbh-, nasalized stemb(h)-; step- (also stēp-?), nasalized stemp-; nominal stǝbho-s, stemb(h)ro-s, stomb(h)o-s — steb(h) and stēb(h) : stǝbh , nasalized stemb(h) ; step (also stēp ?), nasalized stemp ; nominal stǝbho s, stemb(h)ro s, stomb(h)o s English meaning: post, pillar, stump; to support, etc.. Deutsche Übersetzung: Bedeutungsumfang:… … Proto-Indo-European etymological dictionary